- Καρυστινός
- ο, θηλ. Καρυστινήο κάτοικος τής Καρύστου ή αυτός που κατάγεται από την Κάρυστο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καρυστινός — ή, ό αυτός που ανήκει στην Κάρυστο ή προέρχεται από αυτήν … Dictionary of Greek
Καρυστινός, Θεόδωρος — (; – 1453). Βυζαντινός στρατηγός. Διετέλεσε αρχηγός της φρουράς της Χαρσίας πύλης κατά την πολιορκία και την Άλωση της Κωνσταντινούπολης από τον Μωάμεθ. Ο Κ., αν και πολύ ηλικιωμένος, διηύθυνε αποτελεσματικά την άμυνα της πύλης, κατορθώνοντας να… … Dictionary of Greek
Καρύστιος — ο, θηλ. ία ο Καρυστινός … Dictionary of Greek
Απολλόδωρος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Α. ο Σκιαγράφος (5ος αι. π.Χ.). Αθηναίος ζωγράφος. Επονομάστηκε σκιαγράφος επειδή θεωρείται ότι χρησιμοποιούσε διαβαθμίσεις της φωτοσκίασης, δίνοντας έτσι πλαστικότητα στις μορφές και στα αντικείμενα που ζωγράφιζε και … Dictionary of Greek